Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια ― τουλάχιστον όχι από μόνοι τους. Αν βασιστούμε μονάχα σε αυτούς, οι 494 εφημερίδες, ημερήσιες ή εβδομαδιαίες, που κυκλοφορούν σήμερα στην Ελλάδα, σχεδόν ακυρώνουν το θέμα αυτής της ημερίδας και καθιστούν τον γραπτό Τύπο ανθηρό και απόλυτο κυρίαρχο της Ενημέρωσης.
Αν όμως δοκιμάσουμε να διακρίνουμε πόση είναι η πρωτότυπη δημοσιογραφική ύλη σε όλα αυτά τα φύλλα, αν αναλογιστούμε τα μονοψήφια ποσοστά αναγνωσιμότητας που συγκεντρώνουν οι πρώτες σε κυκλοφορία εφημερίδες στα αστικά κέντρα, αν μετρήσουμε πραγματικές πωλήσεις, θα είμαστε έτοιμοι να ενώσουμε και τη δική μας φωνή με κείνες που διαρκώς πληθαίνουν και ανησυχούν για το μέλλον του γραπτού Τύπου.
Ξεκαθαρίζω εξαρχής ότι δεν έχω τέτοια πρόθεση. Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι πλησιάζει το τέλος των εφημερίδων εξαιτίας του Ίντερνετ, της τηλεόρασης, των νέων τεχνολογιών, της αδιαφορίας του κοινού για ουσιώδη ενημέρωση κι όλους αυτούς τους λόγους που κάπως αβασάνιστα επικαλούνται κάποιοι.
Η τηλεόραση πέρασε εποχές μεγαλύτερης αξιοπιστίας και δεν κατάφερε να κλονίσει την αναγνωστική συνήθεια. Το Ίντερνετ επί της ουσίας προωθεί την ιδέα της εφημερίδας: η πιο αξιόπιστη ενημέρωση σε αυτό προέρχεται από διαδικτυακούς τόπους μεγάλων εφημερίδων, που μάλιστα προβλέπουν δυνατότητα να τις διαβάζεις «όπως στο χαρτί». Επιπλέον οι πιο πολλές «πύλες» ενημέρωσης εφημερίδες αξιοποιούν, και τελοσπάντων μάλλον για τη μικρή διάδοση του Ίντερνετ στην Ελλάδα θα έπρεπε να ανησυχούμε περισσότερο παρά για τον αν βλάπτει τον γραπτό Τύπο.
Όσο για την περίφημη αδιαφορία του κοινού για ουσιώδη ενημέρωση, ως επιχείρημα είναι υπερβολικά γενικευτικό: ούτε όλες οι εφημερίδες προσφέρουν εξ ορισμού ουσιώδη ενημέρωση, ούτε όλα τα ηλεκτρονικά μέσα ασχολούνται με επουσιώδη θέματα.
Κατά συνέπεια πιστεύω ότι είναι ασφαλέστερο να πούμε πως οι εφημερίδες στην Ελλάδα περνούν φάση προσαρμογής και αναζητούν τον βηματισμό τους σε μια μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της Ενημέρωσης, που έχει υψηλότερες απαιτήσεις και διαφοροποιημένους τρόπους διείσδυσης σε ένα κοινό που πρέπει ενδεχομένως να κατακτηθεί εκ νέου.
Και επειδή το φαινόμενο δεν είναι βέβαια ελληνικό αλλά έχει παγκόσμιες διαστάσεις, θεωρώ πιο ρεαλιστική τη φωνή των Αμερικανών δημοσιογράφων που ζητούν ανανέωση στα έντυπα ―και την επιδιώκουν― και κάπως υποκριτική τη φωνή των συναδέλφων τους που θρηνούν εκ των προτέρων για το επερχόμενο τέλος της έντυπης δημοσιογραφίας.
Ή, για να δούμε και την εργοδοτική πλευρά, έχει τη σημασία του ότι το 85% των εκδοτών είναι αρκετά ή πολύ αισιόδοξοι για το μέλλον των εφημερίδων, όπως προκύπτει από την έρευνα της Παγκόσμιας Ένωσης Εφημερίδων, που ανακοινώθηκε πριν από λίγες ημέρες στο Παγκόσμιο Φόρουμ Εκδοτών στο Παρίσι. Και μάλιστα 37% θεωρούν ότι θα βελτιωθούν και οι κυκλοφοριακές επιδόσεις..
Να εφησυχάσουμε λοιπόν; Σε καμία περίπτωση… Απλώς είναι πιο αποτελεσματικό να ανησυχούμε για τους σωστούς λόγους.
Περισσότερο ανησυχητικό βρίσκω δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι εκδότες –αλλά και κάποιοι δημοσιογράφοι– επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τις πραγματικές ή φανταστικές απειλές εναντίον του Τύπου, παρά τις ίδιες τις απειλές.
Δεν γίνεται, για παράδειγμα, επειδή θεωρείς ότι η τηλεόραση απειλεί την υπόστασή σου ως εντύπου να προσπαθείς να της μοιάσεις. Το στοίχημα είναι πώς θα καταφέρεις να διαφοροποιηθείς, να ενισχύσεις την ταυτότητά σου, να προβάλεις τα ισχυρά σου σημεία και να πείσεις το κοινό ότι του προσφέρεις αυτό που γνωρίζεις καλύτερα και δεν μαϊμουδίζεις τρόπους και συνήθειες άλλων.
Κι ακόμη πιο ανησυχητικό βρίσκω βέβαια εκείνο το αποτέλεσμα μιας έρευνας του 2005 στο ερώτημα: «Σας έχει τύχει να αγοράσετε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό εξαιτίας μιας ελκυστικής προσφοράς που είχε και τελικά να μη διαβάσετε ποτέ αυτό το έντυπο;» Το 56% από τους ερωτηθέντες απάντησαν καταφατικά. Στους πολύ νέους μάλιστα (ηλικίες 13 έως 24 χρονών) το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 70%, ενώ πολύ υψηλό (άνω του 60%) ήταν και στις ηλικίες 25 έως 44 ετών.
Ως δημοσιογράφος που συνέδεσε 40 χρόνια επαγγελματικής πορείας με τις εφημερίδες, νιώθω τον επαγγελματικό μου εγωισμό να πληγώνεται όταν ξέρω πως κάποιος αγοράζει το έντυπο που εργάζομαι όχι για να διαβάσει τι γράφω, αλλά σχεδόν σαν περιτύλιγμα κάποιου γυαλιστερού προϊόντος.
Και ως πρόεδρος Ένωσης Συντακτών, νιώθω και τα συνδικαλιστικά μου αντανακλαστικά να ερεθίζονται από την επιλογή αυτή των εκδοτών: αντί δηλαδή να προσπαθούν να κάνουν καλύτερα τα φύλλα τους, να καταφεύγουν σε αυτά τα «βιάγκρα κυκλοφορίας», όπως πετυχημένα χαρακτηρίζει τις προσφορές ο Ρόι Γκρίνσλεϊντ, καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Σίτυ του Λονδίνου και αρθογράφος της Γκάρντιαν.
Το φαινόμενο, βλέπετε, δεν είναι ελληνικό. Κι αλλού οι εκδότες που βλέπουν τις κυκλοφορίες των φύλλων να μειώνονται προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο και να αμβλύνουν το πρόβλημα βραχυπρόθεσμα. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το 2005, τουλάχιστον 130 εκατομμύρια DVD διανεμήθηκαν δωρεάν από εφημερίδες.
Διεκδικούμε όμως εμείς, στην Ελλάδα, μια παγκόσμια αποκλειστικότητα: τη διανομή πορνό με εφημερίδες. Η καινούργια αυτή μόδα ξεκίνησε δειλά περίπου τον περασμένο Αύγουστο, και σταδιακά έλαβε διαστάσεις φαινομένου. Υπάρχουν εφημερίδες που από τις 4.000 εκτίναξαν με τέτοιους τρόπους την κυκλοφορία τους στις 40.000 φύλλα – πώς νιώθουν άραγε οι συνάδελφοι που γράφουν σε αυτά; Και βέβαια τι ακριβώς θα κάνουν οι εκδότες τους όταν σταματήσει κάποια στιγμή αυτή η μηχανή;
Ήδη έχει ξεσπάσει θόρυβος για την ανεξέλεγκτη πρόσβαση ανηλίκων σε πορνογραφικό υλικό που προκύπτει από τη διανομή παρόμοιων ταινιών με εφημερίδες.
Κι επαναλαμβάνω ότι αυτό το φαινόμενο είναι δική μας πρωτοτυπία. Μπορεί η ιταλική Λα Ρεπούμπλικα να έχει προσφέρει ημερολόγια του στυλ Πιρέλι στη διαδικτυακή έκδοσή της, μπορεί παρόμοιες τακτικές να έχουν ακολουθήσει η Ελ Παΐς της Ισπανίας, η γαλλική Λιμπερασιόν, η γερμανική Ντι Τσάιτ ή η πορτογαλέζικη Publico, καμία όμως εφημερίδα δεν έχει διαθέσει ερωτικά DVD.
O υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της Παγκόσμιας Ένωσης Εφημερίδων Λάρι Κίλμαν, όταν ρωτήθηκε, κράτησε μόνο μια επιφύλαξη, μήπως υπάρχει ανάλογη πρακτική στη Ρωσία. Ωστόσο, η επικεφαλής της Ένωσης Εκδοτών Εφημερίδων Ρωσίας Τζούλια Καζάκοβα δήλωσε ότι όχι μόνο δεν διανέμονται ερωτικά DVD, αλλά και η πρακτική της προσφοράς ταινιών έχει πλέον περιοριστεί στον περιοδικό Τύπο.
Δεν είναι ζήτημα πουριτανισμού, είναι θέμα αντίληψης. Καθετί που απαξιώνει την πρώτη ύλη των εφημερίδων, τα δημοσιογραφικά κείμενα, ακόμη κι αν εκτινάσσει κυκλοφορίες στα ύψη, μακροπρόθεσμα μόνο κακό προκαλεί.
Διότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να υπερασπιστούν οι εφημερίδες σήμερα είναι η αξιοπιστία τους. Και αυτή η υπεράσπιση περνάει μέσα από τον δρόμο της ανανέωσης που προανέφερα.
Οφείλουμε να επαναφέρουμε στο προσκήνιο τις παραδοσιακές αξίες του γραπτού Τύπου –την ακρίβεια, τη νηφαλιότητα, τη δυνατότητα ανάλυσης, τον σχολιασμό– με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα σύγχρονα δεδομένα. Κι ακόμη περισσότερο, να αναζητήσουμε στα νέα μέσα συμμάχους, να τα κάνουμε συμπληρωματικά με τις εφημερίδες και να αφουγκραστούμε προσεκτικά τις ανάγκες του κοινού που προστρέχει σε αυτά, ώστε να διακρίνουμε ποιες από αυτές θα πρέπει να καλύψουν οι εφημερίδες και ποιες θα πρέπει να τις αφήσουν στα χέρια άλλων, ελπίζοντας ότι θα τις διαχειριστούν με τον καλύτερο τρόπο.
Θα κλείσω αισιόδοξα – είπα άλλωστε εξαρχής πως δεν συμμερίζομαι τις Κασσάνδρες, αλλά ακούω προσεκτικά τους γόνιμους προβληματισμούς.
Το 2000 στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης βοούσε ο τόπος για τα περίφημα ηλεκτρονικά βιβλία, τα ι-μπουκς. Τα φύλλα είχαν γεμίσει από φωτογραφίες ηλεκτρονικών συσκευών ανάγνωσης, πλήθος δημοσιευάτων έκαναν λόγο για το τέλος των εντύπων. Στην πτήση μου σήμερα το πρωί διάβασα μια εφημερίδα. Στην τσέπη μου κράτησα ένα απόκομμα που με ενδιαφέρει, και στην τσάντα μου έχω ένα βιβλίο για την ώρα της αναμονής στο αεροδρόμιο. Ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του…
Σας ευχαριστώ.